διάβρωση — Όρος που χρησιμοποιείται στη γεωλογία και, υπό ευρεία έννοια, αναφέρεται στο σύνολο των διεργασιών που προκαλούν διάφοροι φυσικοί παράγοντες, με αποτέλεσμα την αργή αλλά συνεχή αποσύνδεση και αποκομιδή, λιγότερο ή περισσότερο έντονη κατά τόπους,… … Dictionary of Greek
ηθμός — ο (AM ἠθμός, Α αττ. τ. ἡθμός) νεοελλ. 1. κάθε μέσον που χρησιμοποιείται για διήθηση, για στράγγισμα, για σούρωμα, διυλιστήριο, στραγγιστήρι, σουρωτήρι, φίλτρο 2. χημ. πορώδες σώμα διά μέσου τού οποίου διαβιβάζεται ένα ρευστό, προκειμένου να… … Dictionary of Greek
νεφελόμετρο — το (μετεωρ. χημ.) όργανο για τη μέτρηση τής έντασης τών φωτεινών ακτίνων οι οποίες διαχέονται πλευρικώς από ένα υγρό που φέρει τεμαχίδια ουσιών εν αιωρήσει, με αποτέλεσμα να λαμβάνεται έτσι ένα μέτρο τής θολότητας τού διαλύματος. [ΕΤΥΜΟΛ.… … Dictionary of Greek